Ο Νίτσε προτείνει μια εξέγερση έναντι ενός εξαντλημένου κόσμου και των κουρασμένων εννοιών του. Προτείνει το πέρασμα σε έναν αντεστραμμένο κόσμο (mundus inversus), όπου αντί να βλέπω τα πράγματα από κάτω προς τα πάνω, τα θεωρώ πλέον από πάνω προς τα κάτω και από μέσα προς τα έξω. Αυτό κάνει ο «εσωτερικός» στοχαστής, θα γράψει, σε αντίθεση με τους «εξωτερικούς» που δεν μπορούν παρά να παρακολουθούν τον κόσμο μακρόθεν δίχως δυνατότητα παρέμβασης.
Αδύνατον όμως να διαβάσει κανείς πραγματικά Νίτσε χωρίς να γίνει ο ίδιος κάπως Νίτσε: ξεκινώντας από την σκέψη αυτή του Μπατάϊγ θα μιλήσω για την προσωπική μου συνάντηση με τον Νίτσε – και για την επικαιρότητα της στροφής προς τα μέσα που προτείνει. Στον Νίτσε βλέπω μια ενστικτώδη αντίδραση του ένδον εαυτού που υπακούει σε αλχημικές αρχές προκειμένου να μεταμορφωθεί και συνάμα να μεταμορφώσει τον κόσμο. Σαν την ίυγγα των θεουργών που γοήτευε περιστρέφοντας το κεφάλι της, ο Ζαρατούστρα κοιτά προς τα πίσω και ζητά να λυτρώσει το παρελθόν σε συνθήκες μυστικής νηφάλιας μέθης, όπου η τέχνη γίνεται έξις. Το μυστικό είναι να δημιουργήσει κανείς ανώτερες στιγμές, θα γράψει ο Νίτσε, στιγμές που ξεγλυστρούν φευγαλέα και ανεπαίσθητα σαν θείες σαύρες ανάμεσα στους όγκους. Η σαύρα είναι αγαπημένο σύμβολο των αλχημιστών, ένας οργανισμός που πίστευαν πως επιζεί εν μέσω φωτιάς, όταν όλα γίνονται παρανάλωμα. Γίνεται να κινηθώ σαν τέτοια σαύρα σήμερα, να σχετιστώ εκ νέου με την γλώσσα, την νόηση και τις αισθήσεις μου, να αναμαγεύσω έναν κόσμο μεταιχμιακό; Αυτό είναι το κατεξοχήν ερώτημα του Ζαρατούστρα.